τρίβολος

τρίβολος
ο, ΝΜΑ
ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)
αρχ.
1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν κατά μάζες, για να παρακωλύσουν την πορεία εχθρικού στρατού
2. μέρος τού χαλινού τού ίππου
3. ονομασία διαφόρων ακανθωδών φυτών (α. «τρίβολος παραθαλάσσιος» β. «τρίβολος φυλλάκανθος»)
4. το αλωνιστικό εργαλείο τριβόλι
5. ως επίθ. τρίβολος, -ον
α) αυτός που έχει τρεις αιχμές
β) αυτός που έχει ενωθεί από τρία μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς τρίβολος», Δίων Κάσσ.)
6. φρ. «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για υπεράσπιση από τους πολιορκητικούς κριούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -βολος (<βόλος < βάλλω), πρβλ. τετρά-βολος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού επειδή αυτό είχε το ίδιο σχήμα με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (πρβλ. λατ. tribulus). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την επίδραση του τρῑβω* (πρβλ. λατ. tribulum, σχηματισμένο από το θ. tri- τού tero «τρίβω», αν δεν θεωρηθεί παρετυμολογική η ένταξη του σ' αυτήν την οικογένεια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίβολος — water chestnut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβολος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίβολον — τρίβολος water chestnut masc/fem acc sg τρίβολος water chestnut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλοιο — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλοις — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλου — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλους — τρίβολος water chestnut masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλων — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβόλῳ — τρίβολος water chestnut masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβολα — τρίβολος water chestnut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”